ουροδετώ

ουροδετώ
-έω
ναυτ. δένω με ουρόδεσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρά + -δετώ (< -δέτης < δένω). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναντικόν Ονοματολόγιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ουροδέτηση — η [ουροδετώ] η ενέργεια τού ουροδετώ …   Dictionary of Greek

  • δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”